Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὔρωστος τὸ ς

См. также в других словарях:

  • εὔρωστος — stout masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρωστος — η, ο (ΑΜ εὔρωστος, ον) 1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.) νεοελλ. ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωστος (< ρώννυμι… …   Dictionary of Greek

  • εύρωστος — η, ο 1. ο σωματικά ισχυρός, ρωμαλέος, δυνατός. 2. μτφ., ακμαίος, ζωηρός: Εύρωστο δέντρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐρωστότερον — εὔρωστος stout adverbial comp εὔρωστος stout masc acc comp sg εὔρωστος stout neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστότατα — εὔρωστος stout adverbial superl εὔρωστος stout neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστότατον — εὔρωστος stout masc acc superl sg εὔρωστος stout neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρώστως — εὔρωστος stout adverbial εὔρωστος stout masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔρωστον — εὔρωστος stout masc/fem acc sg εὔρωστος stout neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστοτάτους — εὔρωστος stout masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστοτάτῳ — εὔρωστος stout masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρωστοτέροις — εὔρωστος stout masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»