-
1 εύρωστος
-
2 εὔρωστος
-
3 εὔρωστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔρωστος
-
4 εὔρωστος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 Sir 30,15stout, strong -
5 ευρωστότερον
εὔρωστοςstout: adverbial compεὔρωστοςstout: masc acc comp sgεὔρωστοςstout: neut nom /voc /acc comp sg -
6 εὐρωστότερον
εὔρωστοςstout: adverbial compεὔρωστοςstout: masc acc comp sgεὔρωστοςstout: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ευρωστοτέρα
εὐρωστοτέρᾱ, εὔρωστοςstout: fem nom /voc /acc comp dualεὐρωστοτέρᾱ, εὔρωστοςstout: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
8 εὐρωστοτέρα
εὐρωστοτέρᾱ, εὔρωστοςstout: fem nom /voc /acc comp dualεὐρωστοτέρᾱ, εὔρωστοςstout: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
9 ευρωστοτέρας
εὐρωστοτέρᾱς, εὔρωστοςstout: fem acc comp plεὐρωστοτέρᾱς, εὔρωστοςstout: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
10 εὐρωστοτέρας
εὐρωστοτέρᾱς, εὔρωστοςstout: fem acc comp plεὐρωστοτέρᾱς, εὔρωστοςstout: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
11 ευρωστότατα
-
12 εὐρωστότατα
-
13 ευρωστότατον
-
14 εὐρωστότατον
-
15 ευρώστως
-
16 εὐρώστως
-
17 εύρωστον
-
18 εὔρωστον
-
19 ευρωστοτάτους
-
20 εὐρωστοτάτους
См. также в других словарях:
εὔρωστος — stout masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρωστος — η, ο (ΑΜ εὔρωστος, ον) 1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.) νεοελλ. ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωστος (< ρώννυμι… … Dictionary of Greek
εύρωστος — η, ο 1. ο σωματικά ισχυρός, ρωμαλέος, δυνατός. 2. μτφ., ακμαίος, ζωηρός: Εύρωστο δέντρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρωστότερον — εὔρωστος stout adverbial comp εὔρωστος stout masc acc comp sg εὔρωστος stout neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστότατα — εὔρωστος stout adverbial superl εὔρωστος stout neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστότατον — εὔρωστος stout masc acc superl sg εὔρωστος stout neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρώστως — εὔρωστος stout adverbial εὔρωστος stout masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔρωστον — εὔρωστος stout masc/fem acc sg εὔρωστος stout neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστοτάτους — εὔρωστος stout masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστοτάτῳ — εὔρωστος stout masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρωστοτέροις — εὔρωστος stout masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)